JP Morgan: Τι κερδίζουν, τι χάνουν οι ελληνικές τράπεζες από το ακριβό χρήμα
Η πιο αυστηρή (hawkish) στροφή της ΕΚΤ έστειλε τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στα υψηλότερα επίπεδα από τον Απρίλιο του 2020, στρέφοντας το ενδιαφέρον στην πορεία των κεφαλαίων και των εσόδων (ΝΙΙ) των τραπεζών, εξηγεί η JP Morgan.
Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα συστήνει: Alpha Bank, τιμή-στόχος €1,60 και σύσταση υπεραπόδοσης, Eurobank, τιμή-στόχος €1,30 και σύσταση υπεραπόδοσης, Εθνική Τράπεζα, τιμή-στόχος €4 και σύσταση υπεραπόδοσης και τέλος, Τράπεζα Πειραιώς, τιμή-στόχος €2 και σύσταση ουδέτερη.
«Με τα 10ετή GGBs να αποδίδουν πλέον 2,5% περίπου (0,9% το Σεπ-2021), εκτιμούμε 40 μ.β. αρνητική επίπτωση στους δείκτες CET1 των τραπεζών από το 3ο τρίμηνο του 2021 έως σήμερα, μια δυσάρεστη επίπτωση του τρέχοντος επιτοκιακού περιβάλλοντος. Παρ’ όλα αυτά, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχετικά υψηλή προσαρμογή στην άνοδο των επιτοκίων και βάσει των προσδοκιών των οικονομολόγων μας για τέσσερις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ έως το τέλος του 2023, εκτιμούμε ότι θα υπάρξει άνοδος κατά 10% έως το 2024 στα κέρδη ανά μετοχή (EPS) από τα πρόσθετα έσοδα από τόκους», εξηγεί η αμερικανική τράπεζα.
«Αυτό είναι αρκετό για να αντισταθμίσει τη συνεχιζόμενη πίεση των αποδόσεων στα κεφάλαια, με δυνατότητα για επιπλέον όφελος από περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων το 2024. Συνεχίζουμε να εκτιμούμε τις ελληνικές τράπεζες με μονοψήφιους δείκτες NPE και οι προοπτικές αύξησης των δανείων και των ROTEs έχουν βελτιωθεί ορατά», συνεχίζει η τράπεζα.
«Μετά από ένα +27% από αρχές έτους, οι μετοχές τελούν υπό διαπραγμάτευση τώρα με δείκτη εσωτερικής αξίας 0,56x έναντι 0,90x του μέσου όρου της Ευρωζώνης, και θα μπορούσε ο δείκτης να ανατιμηθεί περαιτέρω καθώς αυξάνεται η εμπιστοσύνη της αγοράς σε αποδοτικότητα ROTEs 8-10%», υπολογίζουν οι αναλυτές του οίκου.
«Οι αυξανόμενες αποδόσεις δημιουργούν βραχυπρόθεσμες πιέσεις στα κεφάλαια, που είναι διαχειρίσιμες για την ώρα: Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν αυξηθεί απότομα κατά τις πρόσφατες εβδομάδες (μαζί με άλλες χώρες της περιφέρειας), ως αποτέλεσμα της πιο hawkish στάσης, με τα 10ετή ελληνικά ομόλογα (GGBs) να αποδίδουν τώρα περίπου 2,5% και το spread σε σχέση με τα γερμανικά 10ετή (bunds) στο 2,2% (0,9% / με 1,1% τον Σεπ-21).
Εκτιμούμε ότι η μέση αρνητική επίδραση θα είναι 40 μ.β. στους δείκτες CET1 των τραπεζών από τον Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα, με το υψηλότερο στη Eurobank στις 70 μ.β. και το χαμηλότερο στην ΕΤΕ στις 10 μ.β. Αν και σαφώς μη βοηθητικό, θεωρούμε ότι αυτό είναι διαχειρίσιμο για τον τομέα και δεν λαμβάνει υπόψη τους μηχανισμούς αντιστάθμισης κινδύνου που ενδέχεται να έχουν εφαρμόσει οι τράπεζες. Τα υψηλότερα επιτόκια μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση των κερδών ανά μετοχή κατά 10% και ROTE 70 μ.β. υψηλότερα το 2024», γράφει η αμερικανική τράπεζα.
«Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχετικά υψηλή εξάρτηση από την αύξηση των επιτοκίων, αν και τα επικρατούντα κατώτατα όρια επιτοκίων σημαίνουν ότι το όφελος θα γίνει πιο ορατό μετά τις πρώτες αυξήσεις 50-100 μ.β. Συνυπολογίζοντας το επιτόκιο των οικονομολόγων μας για το 2022-23, εκτιμούμε 8%-11% αύξηση στα επιτόκια των ελληνικών τραπεζών, γεγονός που μπορεί να αντισταθμίσει βιώσιμα τη συνεχιζόμενη κεφαλαιακή πίεση μεσοπρόθεσμα», υπολογίζει η JP Morgan.
«Η σαφής υπεραπόδοση των τραπεζών δείχνει ότι οι μετοχές θα μπορούσαν να ανατιμηθούν περαιτέρω από εδώ και πέρα. Συνεχίζουμε να εκτιμούμε τον κλάδο και να πιστεύουμε ότι οι μετοχές θα γίνουν re-rate από την αγορά καθώς η εμπιστοσύνη αυξάνεται από εδώ και πέρα. Το ευνοϊκό σκηνικό των επιτοκίων, η δυνατότητα επιστροφής κεφαλαίου, οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και οι διεθνείς ευκαιρίες προσφέρουν πρόσθετη άνοδο στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών», καταλήγει η JPM.