HSBC: Δύο λόγοι πίσω από το τραπεζικό ράλι
Οι ελληνικές τράπεζες είχαν κέρδη μεταξύ 22-115% τον Φεβρουάριο, διαπιστώνει η HSBC και δίνει δύο αιτίες για την εξέλιξη: α) οι ελπίδες που σχετίζονται με την καλύτερη μακροοικονομική εικόνα (βλέπει ανάπτυξη 2,2% το 2018), το καλύτερο δημοσιονομικό outlook, τις περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες έως το 2032 και το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας, β) τα σχέδια για περαιτέρω επιτάχυνση της μείωσης των κόκκινων δανείων.
Σε ό,τι αφορά τις επιμέρους μετοχές, η ΕΤΕ έτρεξε με την είδηση ότι η Bank Audi ξεκίνησε due diligence για να αποκτήσει τη μονάδα στην Αίγυπτο (η πώληση αποτελεί μέρος του πλάνου αναδιάρθρωσης) και η Πειραιώς με την προσδοκία ότι συγκεκριμένο hedge fund ενδιαφέρεται για να αγοράσει το πακέτο προβληματικών δανείων NEMO (δάνεια 500-600 εκατ., που σχετίζονται με ναυτιλιακά δάνεια).
Συνολικά για τις τράπεζες, γράφει η HSBC, πιστεύουμε ότι οι ανησυχίες της αγοράς ήταν υπερβολικές και βλέπουμε θετικό μακροοικονομικό outlook, εφικτούς στόχους στα κόκκινα δάνεια και βελτιωμένη τάση καθώς προχωρούν. Τα σενάρια του οίκου υπονοούν ότι η αγορά είναι αυτή τη στιγμή υπερβολικά απαισιόδοξη, σημειώνει και υπενθυμίζει ότι έχει σύσταση «αγορά» σε όλες τις ελληνικές τράπεζες που καλύπτει.
Όπως γράφει, η μακροοικονομική προοπτική παραμένει θετική: περιμένει ότι η χώρα θα βρεθεί σε στέρεα ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, η οποία θα υποστηριχθεί από τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Η δημοσιονομική προοπτική είναι επίσης στέρεα, με το Δημόσιο πλήρως χρηματοδοτημένο για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια και σε αυτή τη φάση δεν χρειάζεται νέα ελάφρυνση χρέους. Κίνδυνοι για τη μακροοικονομική προοπτική παραμένουν αλλά εμφανίζονται περιορισμένοι (το χρέος παραμένει υψηλό, στο 183% του ΑΕΠ, αλλά με χαμηλά επιτόκια).
Η σχεδιαζόμενη μείωση των NPEs είναι μακροοικονομικά ουδέτερη. Οι τάσεις σε ό,τι αφορά τη διαχείρισή τους βελτιώνονται και οι τράπεζες πιάνουν τους στόχους τους. Η HSBC πιστεύει ότι η σχεδιαζόμενη μείωση των κόκκινων ανοιγμάτων θα είναι μακροοικονομικά ουδέτερη καθώς η σταδιακά αυξανόμενη πίεση από τους επόπτες έχει αρνητικό αποτέλεσμα στην παροχή πίστωσης και στη ζήτηση.
Εκτιμά ότι οι συστημικές λύσεις (προτάσεις ΤΧΣ και ΤτΕ) για την αντιμετώπιση του προβληματικού ενεργητικού είναι απίθανο να βοηθήσουν, αλλά μπορεί να αποτελέσουν ένα δυνητικό επιταχυντή υπό καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Τα υφιστάμενα σχέδια μείωσης των NPEs «δουλεύουν» και πιθανότατα θα παραμείνουν «ακριβά», αλλά σύμφωνα με τον οίκο, είναι επιτεύξιμα, παρότι η αγορά μοιάζει να είναι επιφυλακτική. Πιστεύει επίσης ότι αυξανόμενες απαιτήσεις από τους επόπτες είναι απίθανες, όσο οι τράπεζες πιάνουν τους στόχους τους.
Οι τάσεις σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη βελτιώνονται. Αν συνδυάσουμε τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τεσσάρων τραπεζών που καλύπτουμε, με την αύξηση στα εξυπηρετούμενα δάνεια, αν και ακόμα με αρνητικό πρόσημο, είναι πάνω από τα επίπεδα των καθαρών δανείων και βελτιώνεται. Το χαρτοφυλάκιο δανεισμού και επομένως η «πάνω γραμμή» θα πρέπει να παραμείνει υπό πίεση, αλλά αυτό θα αντισταθμιστεί από χαμηλότερες προβλέψεις. Σε ό,τι αφορά τα κεφάλαια, η HSBC σημειώνει ότι ο κλάδος αντιμετώπισε σημαντική μείωση του δείκτη CET κατά μία ποσοστιαία μονάδα, εξαιτίας της εφαρμογής των IFRS9, αλλά τώρα αρχίζουν να χτίζουν ξανά οργανικά τα κεφαλαιακά τους επίπεδα.
Σε ό,τι αφορά τις ανησυχίες της αγοράς, η HSBC τις χαρακτηρίζει «υπερβολικές». Σημειώνει δε ότι η μείωση της αξίας συναλλαγών «μεταφράζεται» συχνά ως περιορισμένο επενδυτικό ενδιαφέρον. Ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν ότι οι μέσοι όγκοι συναλλαγών παραμένουν σχετικά σταθεροί τον τελευταίο χρόνο, στα επίπεδα των 16 εκατομμυρίων μετοχών.
Ο οίκος διατηρεί τη σύσταση “buy” και για τις τέσσερις μετοχές των συστημικών τραπεζών. Βλέπει δε μεγάλα περιθώρια ανόδου, καθώς δίνει τιμή-στόχο στο 1,95 ευρώ για την Alpha Bank, στα 2,4 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, στο 0,79 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς και στο 1,14 ευρώ για τη Eurobank.