Τα χεττιτικά κείμενα που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ιστορικού πυρήνα στα ομηρικά έπη
Το βασίλειο της Αχιγιάβα αποκαλύπτεται στο βιβλίο «Ahhiyawa. Το Μυκηναϊκό Αιγαίο μέσα από τα Χεττιτικά Κείμενα», του Κωνσταντίνου Κοπανιά, αρχαιολόγου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα κείμενα αυτά, γραμμένα στη χεττιτική γλώσσα και σε σφηνοειδή γραφή, παρουσιάζονται για πρώτη φορά μεταφρασμένα στα ελληνικά από τον ίδιο τον συγγραφέα στο βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα από το Ινστιτούτο Βιβλίου – Καρδαμίτσα. Το ενδιαφέρον της έκδοσης είναι διττό: Αφενός ανακτώνται πολύτιμες πληροφορίες για τον μυκηναϊκό πολιτικό κόσμο από μια διαφορετική οπτική, αυτή του χεττιτικού βασιλείου, που μεταξύ 15ου και 13ου αιώνα π. Χ. υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα της Εγγύς Ανατολής. Αφετέρου -που είναι ίσως ακόμα πιο σημαντικό- γιατί αποδεικνύεται ότι η ελληνική μυθολογία και τα έπη κρύβουν πολύ περισσότερες ιστορικές αλήθειες από όσες ως τώρα θεωρούσαμε.
Ο όρος «Αχιγιάβα» θεωρείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των μελετητών ότι σχετίζεται ετυμολογικά με το εθνώνυμο «Αχαιοί». Πόσο πιθανόν είναι να αποτελεί ένα μυκηναϊκό βασίλειο στο Αιγαίο; «Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι στα χεττιτικά ο όρος “Αχιγιάβα” είναι γεωγραφικός, δεν χρησιμοποιείται σχεδόν ποτέ ως εθνώνυμο. Την πρόταση ότι ταυτίζεται με τον ελληνικό όρο “Αχαιοί” διατύπωσε πρώτος ο Ελβετός φιλόλογος Emil Forrer το 1924, αλλά οι περισσότεροι αρχαιολόγοι και φιλόλογοι την απέρριψαν τότε για διάφορους λόγους. Παρόλα αυτά, από τη δεκαετία του 1980 και εξής είχε αρχίσει να γίνεται σαφές ότι αυτή η ταύτιση μάλλον ίσχυε, κάτι που επιβεβαιώθηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Δηλαδή, η ταύτιση των δυο αυτών όρων είναι μια πολύ πρόσφατη συνειδητοποίηση», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος Κοπανιάς.
Σύμφωνα με τα χεττιτικά κείμενα, η Αχιγιάβα υπήρξε ένα ενιαίο και ισχυρό βασίλειο. Αν λοιπόν ταυτίζεται με το βασίλειο των Αχαιών της μυκηναϊκής περιόδου, τότε γιατί η εικόνα που έχουμε από τα αρχεία της Γραμμικής Β’ γραφής (της πρώτης γραφής ελληνικής γλώσσας) είναι διαφορετική; «Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Τα αρχεία της Γραμμικής Β γραφής δίνουν την εικόνα μικρών, αυτόνομων ανακτορικών κέντρων, τα οποία ελέγχουν μια περιορισμένη επικράτεια, με αναφορά σε έναν άνακτα (άρχοντα), αλλά χωρίς να είναι σαφές αν αυτός ο άναξ είναι ένας βασιλιάς που έχει τον έλεγχο μόνον του συγκεκριμένου διοικητικού κέντρου ή βρίσκεται σε κάποιο άλλο ανάκτορο. Τα αρχεία Γραμμικής Β αναφέρονται πάντα σε ζητήματα οικονομικού χαρακτήρα, δεν υπάρχουν αναφορές σε εμπορικές εισαγωγές ή διπλωματικές επαφές με ξένους ηγεμόνες. Δηλαδή, δίνουν την εικόνα εσωστρεφών μικρών βασιλείων αποκομμένων από τον υπόλοιπο κόσμο, που ασχολούνται με τη διαχείριση της τοπικής γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, τα συγκεκριμένα χεττιτικά κείμενα αναφέρονται μόνο στο βασίλειο της Αχιγιάβα ή στη Χώρα της Αχιγιάβα, η οποία είναι πάντα μία. Δηλαδή, η εικόνα που σχηματίζουμε από την οπτική των Χετταίων είναι πως επρόκειτο για έναν ενιαίο χώρο πολιτικά και διοικητικά, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τα κείμενα Γραμμικής Β. Υπάρχει αυτή η αντίφαση, αλλά δεν έχουμε ακόμα καταλήξει κάπου», απαντά ο καθηγητής.
Τα χεττιτικά κείμενα που αναφέρονται στο βιβλίο περιλαμβάνουν χρονικά, επιστολές και ερωτήσεις βασιλιάδων προς διάφορους θεούς (χρησμούς), αλλά και συνθήκες που δείχνουν στενές διπλωματικές επαφές μεταξύ των ισχυρών βασιλείων της εποχής, όπως το αιγυπτιακό και το ασσυριακό. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, κορυφώνεται με την ταύτιση κάποιων ονομάτων που αναδεικνύουν το ιστορικό υπόβαθρο των ομηρικών επών. Για παράδειγμα, ένας βασιλιάς της Αχιγιάβα με το όνομα Attarissiya, που έζησε τον πρώιμο 14ο αι. π.Χ. και πραγματοποίησε πολλές εκστρατείες στη νοτιοδυτική Μ. Ασία, πιθανότατα στην περιοχή της Μιλήτου, έχει συσχετιστεί ετυμολογικά με το ελληνικό όνομα Ατρέας/Ατρείδης, ενώ ένας άλλος βασιλιάς των Αχαιών, ο Tawagalawa, που έζησε γύρω στο 1250 π.Χ., ταυτίστηκε με το όνομα Ετεοκλής. «Η ταύτιση του ονόματος Attarissiya με το όνομα Ατρεύς είναι νομίζω σίγουρη. Η πρόταση, που έγινε αρχικά από τον Forrer, αλλά και αργότερα από τον Μάρτιν Γουέστ, ο οποίος ήταν ένας πολύ σοβαρός μελετητής, έχει γίνει πλέον ευρέως δεκτή. Το όνομα αυτό σώζεται στα χεττιτικά κείμενα και έχει πολύ μεγάλη σημασία, αλλά δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα και να θεωρήσουμε ότι ανακαλύψαμε τον μυθικό Ατρέα, γιατί ίσως πρόκειται απλά για μια συνωνυμία. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον γιατί φαίνεται ότι και στη μυθολογία υπάρχει ένας μακρινός ιστορικός απόηχος και δεν είναι όλα απλώς αποκυήματα της φαντασίας κάποιων ποιητών», επισημαίνει ο Κ. Κοπανιάς στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά σε μια διένεξη που σχετιζόταν με τη Βιλούσα (Ίλιον/Τροία). Σύμφωνα με τα χεττιτικά κείμενα, ένας βασιλιάς της Αχιγιάβα, το όνομα του οποίου δεν έχει διασωθεί, επιδιώκει να ανακτήσει μια προίκα, που χρωστούσε σε πρόγονό του ο ηγεμόνας της Βιλούσα, ο οποίος ήταν υποτελής στους Χετταίους (γι’ αυτό και αναφέρεται στα χεττιτικά κείμενα). Η προίκα αυτή περιελάμβανε κάποια γειτονικά νησιά, ίσως της Τενέδου, της Ίμβρου, της Λήμνου ή της Λέσβου, ενώ το όνομα του βασιλιά της Βιλούσα είναι Alaksandu -είναι εμφανής η ετυμολογική σύνδεση με το όνομα Αλέξανδρος. Δεδομένου ότι στα ομηρικά έπη όλα έχουν γίνει με αφορμή την αρπαγή της Ελένης από τον Αλέξανδρο/Πάρη, έναν «γάμο» δηλαδή, πόσο κοντά βρισκόμαστε στο να συνδέσουμε αυτά τα γεγονότα με τον Τρωικό Πόλεμο;
«Πράγματι, στον πυρήνα όλης αυτής της διαμάχης, την οποίαν αναφέρουν τα χεττιτικά κείμενα, βρίσκεται η ιστορία ενός γάμου. Για την ακρίβεια, όχι ο ίδιος ο γάμος, αλλά η προίκα, την οποία δεν πρόλαβε να λάβει ο πρόγονος του Αχαιού ηγεμόνα κάποια στιγμή στον πρώιμο 14ο αιώνα π. Χ. Κι αυτό ήταν κάτι που θυμόντουσαν οι Αχαιοί βασιλείς περίπου 120-150 χρόνια αργότερα. Τους απασχολούσε που αυτά τα νησιά δεν τα είχαν πάρει, ενώ ήταν δικά τους. Αυτό είναι ένα στοιχείο που συνδέει αυτό το ιστορικό γεγονός με τον υστερότερο ελληνικό μύθο. Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι το όνομα Alaksandu/Αλέξανδρος -κι αυτή η ταύτιση γίνεται από όλους τους μελετητές δεκτή. Δηλαδή, όλοι δέχονται ότι το Alaksandu πρέπει να ταυτιστεί με το όνομα Αλέξανδρος, καθώς ούτε λουβικό όνομα είναι ούτε ταιριάζει σε κάποια άλλη γλώσσα, αλλά πρέπει να προέρχεται από τα ελληνικά. Τώρα από πού και ως πού βρέθηκε ένας ηγεμόνας της Βιλούσα (Τροίας) να έχει ελληνικό όνομα στον 13ο αι. π. Χ., αυτό είναι λίγο περίεργο. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι, στις αρχές του 14ου αι. π. Χ., ένας γιος ή μια κόρη του τότε Μυκηναίου ηγεμόνα παντρεύτηκε μια κόρη ή έναν γιο, αντίστοιχα, του ηγεμόνα της Βιλούσα και έτσι εισήλθε αυτό το όνομα στη βασιλική δυναστεία της Τροίας και μεταφέρθηκε από παππού σε εγγονό, αφού και στην αρχαιότητα αυτό συνηθιζόταν. Οπότε μετά από κάποιες γενιές, έφτασε να έχει κάποιος αυτό το όνομα χωρίς κατ’ ανάγκην να είναι Μυκηναίος ο ίδιος. Το όνομα είναι ελληνικό, υπάρχει και στα αρχεία Γραμμικής Β αλλά ως θηλυκό, δηλαδή Αλεξάνδρα», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κοπανιάς.
Κι άλλα πρόσωπα και γεγονότα που περιγράφονται στα χεττιτικά κείμενα μπορούν να συσχετιστούν με τον μυθικό πόλεμο της Τροίας, όπως ο Πιγιαμαράντου που για χρόνια δημιουργούσε πολλά προβλήματα στους Χετταίους με τις επιδρομές του στην περιοχή του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας. Το όνομα του είναι λουβικό, ωστόσο ο ίδιος υπηρετούσε τα συμφέροντα του Μυκηναίου ηγεμόνα την περίοδο βασιλείας του Tawagalawa/Ετεοκλή -άλλη μια ταύτιση για την οποία δεν υπάρχει καμιά αντίρρηση μεταξύ των μελετητών. «Ο Πιγιαμαράντου σημειώνει σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες, τις οποίες αναφέρουν τα κείμενα, ευτυχώς, αρκετά αναλυτικά», σημειώνει ο κ. Κοπανιάς, επισημαίνοντας ότι το πιο κοντινό στον Τρωικό Πόλεμο από τα χεττιτικά κείμενα είναι η δράση αυτού του άνδρα στη Βιλούσα, από όπου εκτόπισε τον βασιλιά Alaksandu. «Πήγε ως εκεί με τον στρατό του και τον έδιωξε; Τον τρόμαξε και έφυγε; Επαναστάτησαν οι κάτοικοι της Βιλούσα και τον έδιωξαν; Δεν γνωρίζουμε. Πάντως, ο Alaksandu ήταν βασιλιάς υποτελής του Χετταίου ηγεμόνα, είχαν υπογράψει συνθήκη μεταξύ τους, γι’ αυτό και οι Χετταίοι τελικά τον βοήθησαν να ξαναπάρει τον θρόνο. Αυτό είναι το πιο κοντινό που έχουμε στον Τρωικό Πόλεμο, αλλά τα πράγματα είναι τελείως ανεστραμμένα. Δηλαδή, έχουμε έναν άνθρωπο με ένα μυκηναϊκό όνομα ως άρχοντα της Βιλούσα ο οποίος είναι αντίπαλος του Μυκηναίου ηγεμόνα και έχουμε έναν άνθρωπο με λουβικό όνομα ο οποίος είναι υποτελής του Αχαιού ηγεμόνα, που θέτει τη Βιλούσα υπό τον έλεγχό του -άρα και υπό τον έλεγχο του Αχαιού ηγεμόνα- αλλά στο τέλος ηττώνται. Δηλαδή, τους διώχνουν οι Χετταίοι που την επανακτούν. Άρα όσα περιγράφονται στα χεττιτικά κείμενα είναι τελείως διαφορετικά από αυτά που διαβάζουμε αργότερα στα ομηρικά έπη. Υπάρχουν, όμως, κάποια κοινά ενδιαφέροντα στοιχεία, που προκύπτουν αν γίνει μία ενδελεχής ανάλυση των ομηρικών επών. Όπως ο ρόλος του Αλέξανδρου-Πάρη, ο οποίος είναι πολύ πιο σημαντικός απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως, κάτι που είχαν επισημάνει παλαιότερα ο Ι. Κακριδής και Γερμανοί φιλόλογοι της δεκαετίας του ’20. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία. Νομίζω ότι αυτό που μπορούμε να κρατήσουμε είναι πως τα χεττιτικά κείμενα όντως επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός ιστορικού πυρήνα στα έπη και στη μυθολογία και ότι πρέπει να τα διαβάζουμε με μεγάλο ενδιαφέρον και ιδιαίτερη προσοχή. Όχι ως ιστορικά κείμενα αλλά ως κείμενα που μας προσφέρουν ιστορικές πληροφορίες, τις οποίες όμως πρώτα πρέπει να επιβεβαιώσουμε και από άλλες πηγές, πριν τις υιοθετήσουμε», καταλήγει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κοπανιάς.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ